Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὴν αὐλὴν κόρει

См. также в других словарях:

  • κορέω — (I) κορέω (Α) βλ. κορεννύω. (II) κορέω (Α) 1. σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω («τὴν αὐλὴν κόρει», Συρ.) 2. ερημώνω, σαρώνω έναν τόπο, εξολοθρεύω τους κατοίκους («κατάθου τὸ κόρημα μὴ κκόρει τὴν Ἑλλάδα» άφησε κάτω τη σκούπα μη σαρώνεις την Ελλάδα,… …   Dictionary of Greek

  • κόρημα — το (Α κόρημα, ήματος) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. φρ. «πλευρικά κορήματα» γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα τής μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων αρχ. 1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»